- ποικιλόβουλον
- ποικιλόβουλοςof changeful counselmasc/fem acc sgποικιλόβουλοςof changeful counselneut nom/voc/acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
PROMETHEUS — Iapeti et Clymenes fil. teste Poeta. Κούρην δ᾿ Ι᾿άπετος καλλίσφυρον Ω᾿κεανίνην Η᾿γάγετο Κλυμένην, καὶ ὁμὸν λέχος εἰσανέβαινεν, Η῾δὲ οἰ Α῎τλαντα κρατερόφρονα γείνατο παῖδα. Τίκτε δ᾿ ὑπερκύδαντα Μενοὶτιον, ἠδὲ Προμηθέα Ποικίλον, αἰολομῆτιν. Filium… … Hofmann J. Lexicon universale
ποικιλόβουλος — ον, Α πολυμήχανος, πανούργος («Προμηθέα ποικιλόβουλον», Ησίοδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ποικίλος + βουλος (< βουλή «σκέψη»), πρβλ. πολύ βουλος] … Dictionary of Greek